- πονοῦμαι
- πονέομαιwork hardpres ind mp 1st sg (attic epic doric)πονέωwork hardpres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαπόνος — γαπόνος, ο (δωρ. τ.) (Α) ο γεωργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γη (δωρ. γα) + πόνος < πονώ, πονούμαι. Συνώνυμο τής αρχαίας επίσης λ. γεωπόνος «γεωργός»] … Dictionary of Greek
ονήιστος — ὀνήϊστος, ίστη ον, θηλ. και ος (Α) 1. πολύ ωφέλιμος 2. φρ. α) «ὀνήϊστον πονοῡμαι» καταβάλλω κάθε προσπάθεια β) «ὕδρωπος ὀνήϊστα» η πιο αποτελεσματική θεραπεία τής υδρωπικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. όνειος (ΙΙ)] … Dictionary of Greek
πονώ — πονῶ, έω, ΝΜΑ, πονάω Ν [πόνος] 1. αισθάνομαι σωματικό άλγος, έχω πόνους («μού πονάει το στομάχι») 2. θλίβομαι, λυπάμαι, υποφέρω ψυχικά («πόσον δοκεῖς πονοῡσιν, Ἔρως, ὅσους σὺ βάλλεις», Ανακρεόντ.) 3. προξενώ θλίψη, κάνω κάποιον να λυπηθεί («μέ… … Dictionary of Greek
προσπονούμαι — έομαι, Α κοπιάζω, καταγίνομαι με κάτι («προσπονεῑσθαι γεωργίᾳ», Αππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πονοῦμαι (< πόνος)] … Dictionary of Greek